- εὐσκάνδιξ
- εὐσκάνδιξ, ῑκος, ὁ, ἡ,A abounding in chervil,
πρηών AP9.318
(Leon.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρηών AP9.318
(Leon.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευσκάνδιξ — εὐσκάνδιξ, ικος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει άφθονους σκάνδικες, άφθονα μυρώνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σκάνδιξ «φραγκομαϊντανός, μυρώνι»] … Dictionary of Greek
εὐσκάνδικα — εὐσκάνδῑκα , εὐσκάνδιξ abounding in chervil masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)